- Οιδιπος
- Οἰδίπος-ου ὅ Aesch., Soph. = Οἰδίπους См. Οιδιπους
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Οἰδίπος — Οἰδίπους Oedipus masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αελλόπος — ἀελλόπος ( ποδός), ο, η ομηρικός τύπος αντί ἀελλόπους (όπως ἀρτίπος, οἰδίπος κ.λπ.) (Α) αυτός που είναι γρήγορος στα πόδια σαν τη θύελλα, ταχύπους, γοργοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄελλα + πούς ο σχηματισμός σε πος κατά την αιτ. πόδα, πρβλ. μτγν. τ.… … Dictionary of Greek